προκήρυξη

προκήρυξη
[прокирикси] ουσ. Θ. объявление, извещение, прокламация, воззвание,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "προκήρυξη" в других словарях:

  • προκήρυξη — η / προκήρυξις, ύξεως, ΝΑ [προκηρύσσω] διακήρυξη, γνωστοποίηση μέσω κήρυκα, διαλάλημα, τελάλισμα νεοελλ. 1. επίσημη δημόσια προαναγγελία που αναφέρεται σε μελλοντική ενέργεια (α. «προκήρυξη δημοπρασίας» β. «προκήρυξη διαγωνισμού») 2. έντυπη… …   Dictionary of Greek

  • προκήρυξη — η 1. γνωστοποίηση, αγγελία: Προκήρυξη δημοπρασίας. 2. έντυπο δημοσίευμα πολιτικής ή άλλης οργάνωσης: Στη συγκέντρωση κυκλοφόρησαν προκηρύξεις επαναστατικού περιεχομένου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προκηρύξῃ — προκηρύξηι , προκήρυξις proclamation by herald fem dat sg (epic) προκηρύσσω proclaim by herald aor subj mid 2nd sg προκηρύσσω proclaim by herald aor subj act 3rd sg προκηρύσσω proclaim by herald fut ind mid 2nd sg προκηρύ̱ξῃ , προκηρύσσω proclaim …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρωσοτουρκικοί πόλεμοι — Δυο πόλεμοι μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας. α. 1828 1829. Από ολόκληρη τη σειρά των πολέμων που έχουν γίνει ανάμεσα στη Ρωσία και στην Τουρκία, ο πιο σημαντικός από ελληνικής πλευράς είναι εκείνος του 1828 1829, γιατί αποτέλεσμα του ήταν η συνθήκη… …   Dictionary of Greek

  • επικήρυξη — Η προκήρυξη χρηματικής αμοιβής με πράξη της πολιτείας, για τη σύλληψη, την ανακάλυψη ή και τον φόνο προσώπων επικίνδυνων για τη δημόσια ασφάλεια. Η ε. εκδίδεται στην Ελλάδα με προεδρικό διάταγμα, που προκαλείται από τον υπουργό των Εσωτερικών… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • κήρυγμα — το (ΑΜ κήρυγμα, ύγματος) [κηρύσσω] 1. αυτό που αναγγέλλει ο κήρυκας, προκήρυξη, ανακοίνωση, γνωστοποίηση («προελθὼν ὁ κήρυξ... ἐκήρυττε τὸ κάλλιστον κήρυγμα», Αισχίν.) 2. προφορική ή γραπτή διδασκαλία, προτροπή σε κάτι (α. «άρχισε πάλι να μού… …   Dictionary of Greek

  • Σφακτηρία — Νησί στο Ιόνιο πέλαγος που κλείνει το φυσικό λιμάνι της Πύλου. Το 424 π.Χ., τον έβδομο χρόνο του Πελοποννησιακού, έγιναν εκεί αιματηροί αγώνες ανάμεσα στους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες. Ο Ηρόδοτος γράφει ότι στην εποχή του, το νησί ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Ψαρός, Αντώνιος — Ναυτικός που καταγόταν από τη Μύκονο. Διετέλεσε πλοηγός του ρωσικού στόλου στις ελληνικές θάλασσες στον πρώτο ρωσοτουρκικό πόλεμο, στη διάρκεια του οποίου οι Ρώσοι κατέλαβαν τις Κυκλάδες (1770 74). Στις αρχές του 1771 ο Ψ., μετά από αίτηση των… …   Dictionary of Greek

  • Παρνασσός — I Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λουτρών Ηραίας. II Όρος της κεντρικής Στερεάς Ελλάδας, που εκτείνεται με ΒΔ ΝΑ διεύθυνση στα όρια των νομών Βοιωτίας, Φωκίδας… …   Dictionary of Greek

  • έλας — (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός). Ένοπλες δυνάμεις της αντιστασιακής οργάνωσης EAM κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, που αποτέλεσαν τη σημαντικότερη ανταρτική δύναμη στα χρόνια της Κατοχής. Ο πρώτος πυρήνας του μελλοντικού… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»